Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τό γυαλί

  • 1 γυαλί

    τό
    1) стекло (тж. оконное);

    γυαλί της λάμπας — ламповое стекло;

    2) изделие из стекла; стеклянная посуда; стекло;
    3) стакан; 4) зеркало; 5) перен. зеркальная поверхность; гладь;

    η θάλασσα είναι γυαλί — море словно зеркало;

    τώκαμε το πάτωμα γυαλί — натереть пол до блеска;

    6) πλ. очки;
    7) πλ. осколки, обломки стекла; 8) мор. подзорная трубе; § τα κάνω γυαλιά-καρφιά а) разбить вдребезги; б) растратить, разбазарить, промотать;

    βάζω σε κάποιον τα γυαλίά — заткнуть кого-л. за пояс.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γυαλί

  • 2 γυαλί

    [гьяли] ουσ ο стекло.

    Эллино-русский словарь > γυαλί

  • 3 θαμπός

    η, ό мутный (в разн. знач); тусклый, непрозрачный; матовый, неблестящий; туманный, мглистый;

    θαμπό φως — тусклый свет;

    θαμπό γυαλί — матовое стекло;

    θαμπός ουρανός — мутное небо;

    θαμπό μέταλλο — тусклый металл;

    θαμπό βλέμμα — тусклый взгляд;

    θαμπά μάτια — мутные глаза;

    γίνομαι θαμπός — тускнеть;

    § με θαμπό λυχνάρι τη διάλεξε — погов, где у него только глаза были, когда невесту выбирал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θαμπός

  • 4 θαμπώνω

    1. μετ.
    1) ослеплять;

    ο προβολέας θαμπώνει τα μάτια — прожектор слепит глаза;

    2) перен. поражать, ослеплять; изумлять;
    με θάμπωσε η ομορφιά της меня ослепила её красота; 3) делать тусклым, вызывать потускнение, помутнение; 2. αμετ тускнеть; становиться неясным; θάμπωσε το γυαλί стекло потускнело;

    θαμπώνουν τα μάτια μου — у меня в глазах темнеет;

    ο ουρανός θάμπωσε небо стало серым;
    -ομαι изумляться, поражаться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θαμπώνω

  • 5 λάμπα

    η лампа, лампочка;

    ηλεκτρική (ηλεκτρονική, πετρελαίου) λάμπα — электрическая (электронная, керосиновая) лампа;

    επιτραπέζια λάμπα — настольная лампа;

    τό γυαλί της λάμπας — ламповое стекло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λάμπα

  • 6 ματ

    I ακλ. 1. επίθ. матовый;

    χαρτί ματ — матовая бумага;

    τό χρώμα ματ τού προσώπου — матовая кожа лица;

    матовое стекло;
    2. (τό) мат, матовость;

    βάφω ματнанести мат (на стекло), сделать матовым (стекло)

    ματ2
    II τό άκλ. шахм, мат;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ματ

  • 7 τσακίζω

    1. μετ.
    1) ломать; разбивать;

    τσακίζω τό γυαλί — разбить стекло;

    2) складывать, сгибать;
    3) сломить, согнуть (кого-л.); με τσάκισαν οι αρρώστιες меня сломила болезнь; 4) бить, лупить (разг);

    θα σε τσακίσω στο ξύλο — я тебе задам трёпку;

    5) раздавить, разгромить (врага);
    2. αμετ. 1) спадать, уменьшаться; идти на убыль; утихать; ο αέρας τσάκισε ветер стих; τό κρύο τσάκισε мороз ослабел; 2) перен. быть сломленным, согнуться; τσάκισε από τα γηρατειά старость его согнула; 3) перен. сокрушаться; τσάκισε η καρδιά μου я был очень огорчён;

    τσακίζομαι

    1) — ушибаться, разбиваться;

    2) ломаться, кривляться;
    3) перен. стараться изо всех сил, расшибаться в лепёшку, лезть из кожи вон

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τσακίζω

  • 8 χοντρός

    η, ό
    1) толстый;

    χοντρό χαρτί (γυαλί) — толстая бумага (стекло);

    2) толстый, полный; тучный;

    χοντρά χέρια — толстые руки;

    3) крупный;

    χοντρό αλάτι — крупная соль;

    4) низкий (о голосе);
    5) тяжёлый;

    χοντρές δουλειές — чёрная, тяжёлая работа;

    6) грубый (в разн. знач);

    χοντρές ψευτιές — грубая ложь;

    χοντρό λάθος — грубая ошибка;

    χοντρό αστείο — грубая шутка;

    χοντρός λόγος — брань, ругань;

    7) грубый, неотёсанный;

    χοντρός άνθρωπος — грубый,.неотёсанный человек;

    χοντρό μυαλό — тупой ум;

    χοντρό κεφάλι — тупая башка;

    § χοντρός λαός — чернь;

    έχει χοντρό πετσί — он толстокожий, неотзывчивый человек;

    δείχνω χοντρό — толстить;

    τα παραλέω χοντρά — сильно преувеличивать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χοντρός

См. также в других словарях:

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — το 1. διάφανο και εύθραυστο υλικό, τζάμι: Έσπασα ένα ποτήρι και το πάτωμα γέμισε γυαλιά. 2. γυάλινο δοχείο. 3. μτφ., κάθε λεία και γυαλιστερή επιφάνεια: Ο δρόμος ήταν γυαλί από τον πάγο. 4. στον πληθ., γυαλιά τα ματογυάλια: Γυαλιά ηλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαντουρινοειδής ύαλος — Γυαλί που περιέχει ψήγματα χαλκού, ορατά με γυμνό μάτι. H χημική του σύσταση είναι: 41% SiO2, 9% Κ2O, 45% PbO, 5% CuO. Ονομάζεται και τεχνητός αβαντουρίνης …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek

  • Gyali — (Γυαλί) Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Dod …   Deutsch Wikipedia

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»